καλλίνικος

καλλίνικος
καλλῐνῑκος
1 splendidly victorious, triumphal, triumphant

τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.106

τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι P. 11.46

θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον (υἱὸν κελ. coni. Bergk) N. 4.16

στεφάνους καλλίνικον πατρίδι κῦδος I. 1.12

ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι I. 5.54

c. dat.,

Ἱέρωνος ὑπὲρ καλλινίκου ἅρμασι P. 1.32

pro subs., (referring to the triumphal song of Archilochos, sung immediately after the victory, τήνελλα καλλίνικε κτἑ.) τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ, καλλίνικος ὁ τριπλόος κεχλαδώς (sc. Ἡρακλέης?) cf. Wil. on Eur., Her. 180. O. 9.2 καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει (sc. μέλος nom.: contra Σ, qui subiectum Aristoclidam subaudit) N. 3.18

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Καλλίνικος — gloriously triumphant masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίνικος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με ξίφος μαζί με τη Βασίλισσα, η οποία στους Συναξαριστές και στα Μηναία αναφέρεται ως Καλλινίκη. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Μαρτίου. 2. Καταγόταν από την Κιλικία. Μαρτύρησε στη Γάγγρα,… …   Dictionary of Greek

  • καλλίνικος — καλλίνῑκος , καλλίνικος gloriously triumphant masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλίνικος — ο αρχαίο και σύγχρονο κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καλλίνικος, Δημήτριος — (Ζάκυνθος 1814 – 1890). Λόγιος και δημοσιογράφος. Είχε βαθύτατη κλασική μόρφωση και η καλή του μνήμη τον βοηθούσε να αποστηθίζει πολλές σελίδες αρχαίων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Προσχώρησε στο Ριζοσπαστικό κόμμα της Επτανήσου και το 1851… …   Dictionary of Greek

  • Καλλίνικος, Κωνσταντίνος — (Αλάτσατα Σμύρνης 1870 – 1940). Κληρικός, θεολόγος και συγγραφέας. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας και εφημέριος στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη και από το 1904 ως προϊστάμενος της ελληνικής κοινότητας του… …   Dictionary of Greek

  • Κριτοβουλίδης, Καλλίνικος — (Χανιά 1792 – Αθήνα 1868). Λόγιος, ιερέας και αγωνιστής του 1821. Το κοσμικό του όνομα ήταν Κυριάκος. Αρχικά πήγε στη Σμύρνη όπου παρακολούθησε τους δασκάλους Κωνσταντίνο Κούμα και Κ. Οικονόμου. Τον Μάιο του 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από… …   Dictionary of Greek

  • Καλλινίκοις — Καλλίνικος gloriously triumphant masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλινίκου — Καλλίνικος gloriously triumphant masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλινίκους — Καλλίνικος gloriously triumphant masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλινίκων — Καλλίνικος gloriously triumphant masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”